λοξὸς, -ή, -ό
Ερμηνεία:
[πλάγιος, στραβός, κεκλιμένος, ελλειψοειδής]
Ετυμολογία:
[(Ευριπίδης)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… ὁ λοξὸς κ' ἐπικληνὴς πρὸς τὸ οὕς…[Πάσχα Ρωμέϊκο]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|